- πανηγυρικώτερα
- πανηγυρικόςofneut nom/voc/acc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανηγυρικωτέρα — πανηγυρικωτέρᾱ , πανηγυρικός of fem nom/voc/acc comp dual πανηγυρικωτέρᾱ , πανηγυρικός of fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρικωτέραν — πανηγυρικωτέρᾱν , πανηγυρικός of fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)